τερμάτων

τερμάτων
τέρμα
end
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκορ — το, Ν άκλ. 1. ο αριθμός τών βαθμών, πόντων ή τερμάτων που σημειώνει ένας παίκτης ή μια ομάδα σε αθλητική συνάντηση 2. (κατ επέκτ.) το αποτέλεσμα σε βαθμούς ή σε τέρματα μιας αγωνιστικής προσπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. score] …   Dictionary of Greek

  • τερμαστήρες — οἱ, Α επόπτες τών τερμάτων, τών ορίων, τών συνόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερμάζω + επίθημα τήρ (πρβλ. στεγασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”